μονώνυχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονώνυχον — μονώνυχος masc/fem acc sg μονώνυχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωνύχου — μονώνυχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωνύχους — μονώνυχος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωνύχων — μονώνυχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονώνυχα — μονώνυχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονώνυξ — μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ (Μ, Α μῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ) βλ. μονώνυχος … Dictionary of Greek
μώνυξ — μῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ (Α) (για ζώα) μονώνυχος, που έχει ένα μόνο νύχι, μία οπλή σε κάθε πόδι (α. «μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ. β. «μώνυχες ὗες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παλαιότερη ετυμολόγηση, η λ. μῶνυξ < *μον(ο) ονυξ, με ανομοιωτική… … Dictionary of Greek
μώνυχος — η, ο (ΑΜ μώνυχος, ον) βλ. μονώνυχος … Dictionary of Greek